Новогреческий словарь
γυναικίτης
γυναικίτης
ο
женская половина
( в церкви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
женская половина
? —
γυναικίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυναικίτης
? — женская половина
#
(ново)греческий словарь
—
λάκκα
—
Αρωμούνος
—
παρλάρω
—
φυτρωμένος
—
ρεβιθοκεφτές
—
οστεωδυνία
—
αναμορφώνω
—
ψοφόκρυο
—
αοριστία
—
αυτοκρατόρισσα
—
βρισιάρα
—
κοντοστούπης
—
καταπάτηση
—
παγόβουνο
—
αναζώνομαι
—
κατάκτηση
—
απερηφάνευτος
—
πικροθάλασσα
—
αρτηριοσκληρία
—
άτρακτος
—
ξυλαγγουριά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве