|
η распутство, разврат; κυλιέμαι στήν ~ — погрязнуть в разврате #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распутство? — ακολασία как на (ново)греческом будет слово разврат? — ακολασία как с (ново)греческого переводится слово ακολασία? — распутство, разврат — αποπάτι — αφίσσα — διαλογούμαι — αφορία — πολυμερισμός — αντιφωνία — καταδεχτικός — φλογισμός — τρωτός — ανάβολος — καμινετάκι — δεκαεπτά — αψηλώνω — κρυσταλλωτικός — τριανταφυλλιά — γανωτζής — βρεφοκομείο — καλοκοιτώ — καμηλαύκιο — ανθρακοθήκη — αυγόειδος |
|||