|
легковерный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легковерный? — αλαφρόπιστος как с (ново)греческого переводится слово αλαφρόπιστος? — легковерный — κεντρόμολος — σουφλέ — δολιχοκρανία — χύσιμο — διπλωπία — μυστηριώδης — λινογραφία — ανησυχαστικός — τρισπήλαιος — φρύγετρο — ποσό — μισονεϊστής — σημασία — συνεύρεση — μαγειρικός — Χ — πνεύμα — πρόκειται — συντονιστής — αλογόπετσο — αδιοικησία |
|||