|
το косметика (румяна; белила) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косметика? — φθειασίδι как с (ново)греческого переводится слово φθειασίδι? — косметика — αγιογραφία — βωλάκι — ψηλουκρυτάνα — ξενόδουλος — εισπνεόμενο — αυταπόδεικτος — αναλγησία — γιορταστικός — καθολική — αμφίψωμο — νεοκαντιανισμός — δαφνωτός — ανομοιοκατάληκτος — προγεύομαι — μαγουλάδα — κυπαρισσί — λινόπανο — αδραχτιά — συρίγγιο — λευκότητα — κρυφοκοίταγμα |
|||