|
уединяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уединяться? — μοναχιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово μοναχιάζομαι? — уединяться — δέλφινας — είλως — ηλιόφως — διχοτόμος — πλήμνη — φαγάδικος — κοίλωμα — αλογάς — σκοτοδινίαση — ξεφωνημένος — εις — σαμόλαδο — νεώτερο — ελεήτρα — οφθαλμιατρείο — γλυκατζης — οπλομαχώ — ζάπλουτος — παρακαταθέτω — βαμβακομηχανή — σφουγγαράς |
|||