Новогреческий словарь
μυοκάρδιο
μυοκάρδιο
το анат.
миокард
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
миокард
? —
μυοκάρδιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μυοκάρδιο
? — миокард
#
(ново)греческий словарь
—
χοινίκι
—
καψίδι
—
γρηγοράδα
—
σεντονιάζω
—
φαγάδικο
—
κοκιανοβαμμένος
—
καταταλαιπωρώ
—
λαιμητόμος
—
ανασπαστήριο
—
καταδικαστέος
—
ασφαλιστικό
—
έσοξ
—
γιάμπολη
—
απλαιβίωτος
—
απορροφημένος
—
μηχανοπέδη
—
αφεντικός
—
νεωτερικά
—
Ιαπετός
—
αποτσιπωσιά
—
απρόοπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве