|
αόρ. от εγκαθιστώ #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκατέστησα? — — μπεϊοπούλα — αξεκαθάριστος — ωόλιθος — ανωφερειακός — ό,τι — τροφεία — αντιρροπία — υαλουργός — εισπνεόμενος — παθητικότητα — γαζωτός — ιδίωμα — κακοσμία — κωμωδώ — αιμορραγικός — αχρηστεύω — οστεοδυνία — κομπλιμέντο — αμμοχαλικόστρωτος — ωμόλινον — Θοδωρής |
|||