Новогреческий словарь
επαρχιώτης
επαρχιώτης
ο
провинциал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
провинциал
? —
επαρχιώτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
επαρχιώτης
? — провинциал
#
(ново)греческий словарь
—
κουτσομπολειό
—
προϋποθέτω
—
ανεξανάγκαστος
—
σύνωρα
—
Θεσσαλονίκη
—
σταθεροθερμία
—
αναχοβολώ
—
πρίνος
—
σερενάτα
—
μάρς
—
ανασυζητώ
—
αδρασκελάω
—
λοταρία
—
συγκυριαρχία
—
αφέντης
—
χύλωμα
—
κιτρέλαιον
—
άλλαξη
—
αδηλητηρίαστος
—
μεσοκάρπιος
—
αχυρόπλεχτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве