Новогреческий словарь
καρτέρι
καρτέρι
το
засада
;
στήνω (или κάνω) ~ — устраивать засаду, подстерегать, сидеть в засаде
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
засада
? —
καρτέρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρτέρι
? — засада
#
(ново)греческий словарь
—
μητρίτις
—
προθάλαμος
—
εκφορητικός
—
ταραμάς
—
ασκάρωτος
—
πρωτεργάτις
—
κείμαι
—
κεραυνόπληκτος
—
πλήττω
—
συμφεροντολογία
—
μεσομακροπρόθεσμος
—
κοκκάρι
—
προκεχωρημένος
—
προσωπιδοφορία
—
ληψοδοσία
—
γράσος
—
ακροβολισμένος
—
διαλλάσσομαι
—
βροχηδόν
—
διατέμνουσα
—
κιτρινοπούλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве