|
η мед. эндартерит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндартерит? — ενδαρτηρίτις как с (ново)греческого переводится слово ενδαρτηρίτις? — эндартерит — ελαφριές — σμίλευση — αποκομμένος — ασύμπηκτος — πενθερός — πέτρωμα — γάμος — καταπονω — μονοχρονής — ανακωχάζω — ρουφηγματιά — πυρίκαυστος — εξόρμισις — κρυμοπαγία — ηλεκτροφώτιση — παγεμός — σβηστήρας — μεγαλοδωρία — ανιδιοτελές — γιασεμόλαδο — ανεύθυνος |
|||