Новогреческий словарь
καρβουνέμπορος
καρβουνέμπορος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρβουνέμπορος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εμβολίζω
—
ηθογραφικός
—
νατουραλισμός
—
νυχτοκάντηλο
—
δεκάωρο
—
αρχιφυλακείο
—
κρουσταλλοπηγή
—
μοσχοπέπονο
—
μίτζα
—
καλογερόπαιδο
—
μαλάκυνση
—
κοσμογραφικός
—
τεσσαρακοστή
—
παράτονος
—
αναστημόμετρο
—
τριαντάρι
—
βιβλιοχορτοπωλείο
—
γαληνότατος
—
επανέλεγχος
—
απροσμέτρητος
—
καρδιόπονος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве