|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γονεϊκός? — — φωτοσβεστικός — απροίκιστη — υπνωτίστρια — μεγαλοφυής — λειχηνιώ — δολώνω — υποκρύπτω — διαπερονώ — χαρτοθήκη — συνάγκεια — νοομάντις — διατρέξαντα — παντοιοτρόπως — αντιπαράταξη — μελοδραμάτιον — κουσούρι — λουλουδού — δοξαράτος — σωμάτιο — ζωοκλέφτης — άψητος |
|||