|
1) фотогеничный; 2) световой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фотогеничный? — φωτογενής как на (ново)греческом будет слово световой? — φωτογενής как с (ново)греческого переводится слово φωτογενής? — фотогеничный, световой — μεταχύνω — διάζωση — αναλλαξιά — πουδράρω — κατώτερος — ένδοξος — φασίολος — χρηστοήθης — Καναδός — ζυγοστάθμηση — ασπροκόκκινος — ανεκδήλωτος — ολιγότεκνος — μπουμπούνισμα — ασημύς — γάγγραινα — διασπαραγμός — υπερωκεάνειος — γνεφοκοπώ — υπερίσχυση — κλιματιστικό |
|||