|
весовой; ~ό σύστημα — система мер и весов; ~ή μονάς — весовая единица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весовой? — σταθμητικός как с (ново)греческого переводится слово σταθμητικός? — весовой — τριανταφυλλιά — μπήζω — σφουγγαρίζω — ηλιόλουστος — καλοπέφτω — δεκάτευση — προσέδραμον — μονοπωλιακός — πολυεθνής — κατσιβελιά — ενωματάρχης — στιγματισμός — συνδεδεμένος — κουτσομεσιάζομαι — στυπτηρία — πιτηδειοσύνη — λεπτό — γράπωμα — απόπλους — εμποδισμός — απελευθερώνομαι |
|||