Новогреческий словарь
εντερονίδα
εντερονίδα
(-ίδος) η мор.
внутренняя обшивочная доска
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внутренняя обшивочная доска
? —
εντερονίδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εντερονίδα
? — внутренняя обшивочная доска
#
(ново)греческий словарь
—
αφρισμένος
—
βενθοπελαγικός
—
μυθιστοριογραφώ
—
μονόσπερμος
—
αντιαριστερός
—
ψυχοπομπός
—
μετουσιούμαι
—
υπέρεισμα
—
σουβλισμένος
—
διάρα
—
φουχτίζω
—
εξηκονταετηρίδα
—
αναχαιτίζω
—
χιλιάκριβος
—
οικειοποίηση
—
γλυκοξημέρωμα
—
ανεμομέτρηση
—
μονιστής
—
ακονιστήριο
—
διακανόνισμός
—
αντιποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве