Новогреческий словарь
αρκούν
αρκούν
το (чаще мн.ч. )
всё необходимое
;
έχω τά ~τα γιά νά ζήσω — иметь всё необходимое для жизни
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
всё необходимое
? —
αρκούν
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρκούν
? — всё необходимое
#
(ново)греческий словарь
—
κώμη
—
ξεφράζω
—
αταχυδρόμιστος
—
ενεργητικότητα
—
χοίρος
—
πτερύγωμα
—
κουβαδάκι
—
ενάνθημα
—
γενναιόδωρος
—
ευμεταβλησία
—
γνοιαστικός
—
αναιρετικός
—
συντονιστικός
—
προπόνηση
—
αιμόχροος
—
λιπασμός
—
αναπτυξιακός
—
κόλλυβο
—
επιμελώ
—
λιοκαμένος
—
παϊδάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве