Новогреческий словарь
οινοπαραγωγός
οινοπαραγωγός
1.
винодельческий
;
2. (о)
винодел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
винодельческий
? —
οινοπαραγωγός
как на
(ново)греческом
будет слово
винодел
? —
οινοπαραγωγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
οινοπαραγωγός
? — винодельческий, винодел
#
(ново)греческий словарь
—
κραταιότης
—
υδρορροή
—
λυχνίον
—
παλατιανός
—
θαμνόφυτος
—
ερώτημα
—
αντιμεταδίδω
—
λανθάνω
—
πλύσιμο
—
δαιμονιζόμενος
—
παλαιό-
—
ευπρόσωπος
—
αμφορέας
—
χαχανητό
—
χολεριασμένος
—
δοκιμαστήριος
—
καστορέλαιον
—
αναπλέω
—
σφουγγαρόπαννο
—
τριμηνία
—
δυωδία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве