Новогреческий словарь
ανεμόσκαλα
ανεμόσκαλα
η
лестница
(приставная или верёвочная)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лестница
? —
ανεμόσκαλα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεμόσκαλα
? — лестница
#
(ново)греческий словарь
—
ακαλοκάμωτος
—
μουριά
—
υπνωτισμός
—
αχάλαστος
—
ξανθαίνω
—
ανάθλιψη
—
ανακηρτώνω
—
βραχυδιάστα
—
τροφοδότης
—
επιμετάλλωση
—
αποτσιπώνομαι
—
χειρόγραφος
—
συνεταιρισμός
—
υποψήφιος
—
εγκαυματίας
—
καταδίνω
—
μονώνω
—
επαφή
—
πλίθρα
—
καφεϊνισμός
—
ομιλητικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве