|
ο сыч #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сыч? — χούχουλας как с (ново)греческого переводится слово χούχουλας? — сыч — λιγοθύμισμα — καμινιάζω — καθήκι — Ολλαντέζα — εφελκίς — ανειρήνευτα — ταμπλάς — ακυριολεξία — γιουγκοσλάβικος — χρηστικότητα — πέτσα — παλιό- — οδοντόπαστα — χολοκυστίτιδα — προγυμνάζομαι — καντηλάκι — διαφεγγής — ιππευτικός — βιοφωτογραφία — αρπάγη — καλημερίζω |
|||
|