|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γάνιασμα? — — αχή — Βενετία — ρικνός — εξερευνήτρια — αραβοσιτέλαιο — βρωμιά — φιλοφρόνηση — νοικάρης — φοντάν — βαρυ- — ζάλισμα — διαμαχόμενοι — διοιρισμένος — χαλκοτσούκαλο — εξακρίβωση — αμάνδρωτος — μπιζελιά — νωθρότητα — διεθνής — κουταλιάζω — πάνινος |
|||