|
ο гвоздика (растение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гвоздика? — διόσανθος как с (ново)греческого переводится слово διόσανθος? — гвоздика — αμετάδοτος — ανάφραντος — ωμοπλαταλγία — πισώκωλα — νομιμοποίητος — αφερτός — επιγονατιδικός — αδελφομίκτις — αυταπαρνησία — λαθρακουστής — ηλεκτρομηχανή — σκευασία — αντιπολεμώ — τσιουκανίζω — δίτροχος — λίχνος — ανίκητος — γονάτιο — σλαυοκρατία — σπανιότητα — πεντηκοστιανοί |
|||