Новогреческий словарь
συνέλαβα
συνέλαβα
αόρ. от συλλαμβάνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνέλαβα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
περιορίσιμος
—
ατσίνορος
—
κηπεύω
—
αντιλαμπή
—
ρασιστικός
—
γεμενί
—
ασφαλίτης
—
εθνεγερτήριον
—
οργανέτο
—
κακόθυμος
—
κουταλάκι
—
απανθράκωση
—
κακογραφία
—
επίδειξη
—
κορνάρω
—
αντιζύγι
—
αποθάρρυνση
—
βιολόγος
—
λίστρον
—
ξεσβερκώνομαι
—
ξεκινώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве