|
ο бурый уголь, лигнит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурый уголь? — φαιάνθραξ как на (ново)греческом будет слово лигнит? — φαιάνθραξ как с (ново)греческого переводится слово φαιάνθραξ? — бурый уголь, лигнит — αλιευτικός — πτυσσόμενος — τριγλί — ευεξάλειπτος — υποθήκευση — θηλύκωμα — τρισύλλαβος — καπνοθάλαμος — βρουχιέμαι — λέβα — προγεύομαι — παράτα — αρά — κηρήθρα — ινκόνιτο — παραχορταίνω — ξεκουφαίνω — περιστέλλομαι — τραγήματα — γόητρον — γλάκημα |
|||