|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαφτιστικά? — — ψιλορωτάω — ελαφροζυγιάζω — φορτίζω — καταχώνομαι — σύμμειξη — σύντομος — στεαρίνη — μελανείο — οξείδωση — ενθέμιον — χρηματιστική — κόμιστρο — παρατατικός — μουκαλιτλίκι — ματθαιολία — τυφογέροντας — ανάρρηξη — ψυχασθένεια — υποψία — ανορθογραφώ — ρητό |
|||