|
η штрейкбрехер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штрейкбрехер? — απεργοσπάσττρια как с (ново)греческого переводится слово απεργοσπάσττρια? — штрейкбрехер — χειροτεχνικός — μονογένεση — διμηνιό — ανταγωνιστικός — ταχυκίνητος — ξελάφρωμα — κρυσταλλοειδής — Αφγανός — επίγρυπος — ανάρμοστος — φημίζω — φιλδισένιος — φτωχαδάκι — κυβόλεξο — φτωχαίνω — σμίκρυνση — ασχημοκαμωμένος — προξενώ — διάτρημα — μεταλλίτης — αυγουλάτος |
|||