Новогреческий словарь
αρχιτεχνίτισσα
αρχιτεχνίτισσα
η
старший мастер, прораб
(относится к объекту женского рода)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старший мастер
? —
αρχιτεχνίτισσα
как на
(ново)греческом
будет слово
прораб
? —
αρχιτεχνίτισσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρχιτεχνίτισσα
? — старший мастер, прораб
#
(ново)греческий словарь
—
προβέντζα
—
γελέκο
—
δημοσιοποιώ
—
εδραιώνω
—
ξαγναντευτής
—
δήμιος
—
μούμια
—
ξεθεωτικός
—
κρανιολογικός
—
αμποδίζω
—
εναντιωματικός
—
οκαζιόν
—
δολισμός
—
πεζόβολο
—
καταβαράθρωση
—
ιερόσυλος
—
εκρηκτήρ
—
μελανιασμένος
—
τρωτότητα
—
φωτοχαρακτική
—
αμπελουργός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве