Новогреческий словарь
έμπα
έμπα
I τό 1)
начало
;
στό ~ τού καλοκαιριού — в начале лета
;
2)
вход
;
===
τό ~-έβγα — хождение взад и вперёд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
начало
? —
έμπα
как на
(ново)греческом
будет слово
вход
? —
έμπα
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμπα
? — начало, вход
#
(ново)греческий словарь
—
παραινετικός
—
υφεκατόμετρο
—
περιβολάρικος
—
αξιοζήλευτος
—
αντικρατικός
—
βεργιδαρσία
—
φωτοτσιγκογραφία
—
καθαγιασμός
—
μονύελος
—
σαρκασμός
—
συνδιαλλάσσω
—
υποκαθιστώμαι
—
φωτοξυλογραφία
—
αμφιταλαντεύομαι
—
μάρκα
—
έμπληκτος
—
ζωγρώ
—
λουμινάκι
—
λινάτσα
—
ασβεστοκάμινος
—
αντιαεροπλοϊκός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве