Новогреческий словарь
ηλιογραφία
ηλιογραφία
η 1)
гелиография
;
2) фото.
гелиотипия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гелиография
? —
ηλιογραφία
как на
(ново)греческом
будет слово
гелиотипия
? —
ηλιογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλιογραφία
? — гелиография, гелиотипия
#
(ново)греческий словарь
—
μεταξουργείο
—
κοχλάζω
—
ενδόσιμος
—
πυθαγόρειος
—
χτίσιμο
—
ψήν
—
πλουτοκράτισσα
—
ιωνικά
—
υπόληψη
—
ξεβρακώνομαι
—
βυζασταρούδι
—
φλόγωση
—
ακαρατόμητος
—
αφρογενής
—
κτηνοβάτης
—
γεφυριάτικα
—
αστρατολόγητος
—
ταχύπλοο
—
αντιμιλιταρισμός
—
βραδυγλωσσία
—
αντιλυσσικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве