|
το бурдючок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурдючок? — ασκίδι как с (ново)греческого переводится слово ασκίδι? — бурдючок — βάθος — λιγυρόφωνος — χάφτω — διερεθισμός — εξωτερικός — Ιάπων — ρίχνομαι — απόρριμμα — γυμνότητα — φεγγαροκατέβατος — πουστράκι — ομιλία — χοντροσύνη — κατασταίνω — νεοττεύω — τσαμπουκαλού — ασυνέριστος — κρανιακός — ρουτινιέρισσα — καταπράϋνση — εμμένω |
|||