|
η 1) медведь; λευκή ~ — белый медведь; Μεγάλη (Μικρά) Άρκτος — астр. Большая (Малая) Медведица; 2) перен. север #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медведь? — άρκτος как на (ново)греческом будет слово север? — άρκτος как с (ново)греческого переводится слово άρκτος? — медведь, север — μακιγιαρισμένος — αραβοσιτόφυλλο — αρχοντοπούλα — μικροσκόπηση — αμυλαλκοόλη — γονικά — κουκκούτσι — ζυμομύκης — θολοειδής — φυσιογνωμονία — απολειαίνω — φυλλολογώ — ψαθοποιείο — γιατρεία — τεχνοκρίτης — παιδιόθεν — γδικώνομαι — απαίδευτος — δίστομη — τάϊσμα — μετατύπωση |
|||