|
1. самозванный; 2. (о) самозванец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово самозванный? — αυτοτιτλοφορούμενος как на (ново)греческом будет слово самозванец? — αυτοτιτλοφορούμενος как с (ново)греческого переводится слово αυτοτιτλοφορούμενος? — самозванный, самозванец — αποτυχεμένος — γονιός — κληροδοτώ — υπερταξικός — αντεκδίκηση — σθεναρά — πόσιμος — βίντσι — αναξιοποίητος — ζεύξη — ημιαυτοματικός — αρχοντογειτονιά — μπιτζάμα — γνοιάζει — λαχανόφυλλο — υψίπεδο — παλαιοχριστιανικός — βουτυροποιείον — υποβιταμίνωση — μάγγανος — εμβληματικός |
|||