Новогреческий словарь
Ζωοδόχος
Ζωοδόχ|ος
(Πηγή) церк.
животворная
(о богоматери)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
животворная
? —
Ζωοδόχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Ζωοδόχος
? — животворная
#
(ново)греческий словарь
—
θερσίτης
—
ανάπλωτος
—
επισφραγίζω
—
αραπόσυκο
—
ισχυρογνώμων
—
κατάταξη
—
μπάριζα
—
εθνικισμός
—
γυψάδικο
—
έκθετο
—
αγουροσύνη
—
μουγκαλίζω
—
τοιχωρυχώ
—
μωρό
—
αυτοτιμωριέμαι
—
μελικός
—
νομοθέτηση
—
βρεγμένος
—
ματαιότητα
—
καμφορικός
—
μεταμέλεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве