|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόστηλο? — — γιγαντίως — αλατοποιός — Μολδαυός — τσελιγκοπούλα — δεματιάρης — φοινικιά — σωρός — εννεοσύλλαβος — αναπόδιαση — ενδοκάρδιον — εμψυχωτικός — ανατολίτικος — ολίσθημα — τόρμος — ξεσελλώνω — συγγενής — προχθεσινός — γλυκοκοιμώ — ερωτεύομαι — λεμονέλαιο — μπεκρόμουτρο |
|||