|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πασάρω? — — ολοένα — κοιμήσης — επάρκεια — ογρός — γουλιάζω — εθελοντικά — παραμύθι — αναμενόμενος — διπλόσημος — παραπούλι — δίσκελο — γόπα — υπόθερμος — απαστράπτω — ολκή — τακτικός — δαιμονιώδης — αλφάβητος — διαπασών — ηλεκτρολογικός — λαδομπογιατίζομαι |
|||