|
ο 1) оценщик; 2) перен. ценитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оценщик? — ξετιμητής как на (ново)греческом будет слово ценитель? — ξετιμητής как с (ново)греческого переводится слово ξετιμητής? — оценщик, ценитель — επισκοτίζω — παραπέφτω — θημωνιάζω — ευνομός — ωμέγα — επιγόμωσις — υπέρυθρος — προσπίπτω — κάρο — απομακρυσμένος — ασημώνω — τυπολατρία — γελοιογραφούμαι — ψίλωθρον — επένδυση — προϋπολογισμός — αναισθητώ — οντουλάρισμα — στροφιλιά — αγριελαία — ατσίγαρος |
|||