Новогреческий словарь
ξετιμητής
ξετιμητ|ής
ο 1)
оценщик
;
2) перен.
ценитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оценщик
? —
ξετιμητής
как на
(ново)греческом
будет слово
ценитель
? —
ξετιμητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξετιμητής
? — оценщик, ценитель
#
(ново)греческий словарь
—
επιζήτηση
—
αδιακόσμητος
—
αλλοτριοφάγος
—
ορυζάλευρο
—
επά
—
δίπτυχα
—
κομπορρήμων
—
μεταλαμπαδεύω
—
οροδιδακτικός
—
αιχμαλωτισμός
—
αντιλαϊκός
—
αγουροξύπνημα
—
νοησιαρχικός
—
μονοκοντυλιά
—
δευτερόλεφτο
—
φρεσκάρω
—
περιεσκεμμένος
—
οικόσιτος
—
όχτος
—
καρδιογραφία
—
ανδροπληθής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве