|
(αόρ. εκρύανα) 1. стать холодным; εκρύανε ο καιρός — [phrase]похолодало[/phrase]; 2. остывать (о жидкостях и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стать холодным? — κρυαίνω как на (ново)греческом будет слово остывать? — κρυαίνω как с (ново)греческого переводится слово κρυαίνω? — стать холодным, остывать — άνομα — κατιμάς — μονομάτης — σκαπτικός — περικαλώ — παραστατικά — εγκόλπιο — άστρεγος — εξελιξικρατία — παραφορτώνομαι — αμύλωσις — κρανένιος — δισχιλιοστός — αστάλαχτος — οκτάτομος — απαισιόδοξος — αγαθοεργώ — νεογνό — συνιδιοκτησία — χρονομέτρης — υδρόπτερο |
|||