Новогреческий словарь
σιγαστήρας
σιγαστήρας
(-ήρος) ο тех.
глушитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глушитель
? —
σιγαστήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
σιγαστήρας
? — глушитель
#
(ново)греческий словарь
—
αντικεφαλαιοκροτικός
—
μεταξοβιομηχανικός
—
ντροπιαστικός
—
προονάκρουση
—
βροντώδης
—
βιεννέζικος
—
σαπροφάγα
—
ευμένεια
—
αποκλήρωση
—
σπανομαρία
—
νιάουρο
—
μαφία
—
χαλιναρώνω
—
λεβεντογέννα
—
νεοφανής
—
ευλογώ
—
χαμάμ
—
αγωγέας
—
μάκτρο
—
πρόθυρα
—
ηρωίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве