|
το магазин(__,__) торгующий сыром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово магазин, торгующий сыром? — τυράδικο как с (ново)греческого переводится слово τυράδικο? — магазин, торгующий сыром — θαλαμικός — γδύνω — αντισπαθισμός — γρυκός — εξανθρακωτικός — ατελιέ — εξωτερικεύω — προπρύτανις — θέσμια — ραχατλού — ορνιθαρειό — εγγυοδοτώ — τούννελ — απόλειμμα — προϊδεαστικά — κοντάριον — αξεσκόλιστος — σπάνια — αστάθμιστος — Φράγκος — παράνομα |
|||