Новогреческий словарь
ιοντίζω
ιοντίζω
ионизировать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ионизировать
? —
ιοντίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιοντίζω
? — ионизировать
#
(ново)греческий словарь
—
οβολός
—
ταμιολογιστής
—
περίεργος
—
γεμόζω
—
μορφινισμός
—
ποντάρω
—
θαλασσογενής
—
γροθίζω
—
φραγκοραφτάδικο
—
αλατόπετρα
—
διαξυλώ
—
απότακτος
—
υποδικοκατάδικοι
—
ξετέντωμα
—
αναστήλωση
—
ισοφαρίζομαι
—
συμπολίτης
—
κολυμβήτρια
—
αρίθμημα
—
μπότσος
—
μουλαρώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве