|
το олень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олень? — αλάφι как с (ново)греческого переводится слово αλάφι? — олень — ταυτίζω — παρήνεσα — σκιόφοβος — σεχταρίστρια — εξουσία — κομβιοδόχη — αγένωτος — ρίπημα — επελθών — βουτάκιας — τσούξιμο — κοπλιμέντο — τυπωτικός — θεριστικός — ανισότητα — λουλακί — αμελοποίητος — γιγαρτώδης — αναπέταση — καταδιωκτέος — αμετατόπιστος |
|||