Новогреческий словарь
μετεγγύηση
μετεγγύηση
η юр.
двойное поручительство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двойное поручительство
? —
μετεγγύηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετεγγύηση
? — двойное поручительство
#
(ново)греческий словарь
—
αιχμή
—
ημιδιατροφή
—
ελοχαρής
—
κουκούνι
—
αναδασμός
—
κινησιοθεραπευτής
—
απαράβλαπτος
—
ενδελεχής
—
ξεδολώνω
—
χρυσοπράσινος
—
τρεμοφέγγω
—
αλατολόγος
—
αξεπλήρωτος
—
ιματιοφυλάκιο
—
μερακλήδισσα
—
ασκητήριο
—
γκριζάρω
—
αργυροκέντητος
—
οινεμπόριο
—
κβάντουμ
—
χειροπέδη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве