|
(-ητος) η морщинистость, сморщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщинистость? — ρικνότης как на (ново)греческом будет слово сморщенность? — ρικνότης как с (ново)греческого переводится слово ρικνότης? — морщинистость, сморщенность — κομμουνίστρια — δημαρχείο — υποκινήτρια — αποστοματισμός — χειρολαβή — βεβαιουμαι — λαξεύομαι — βίαιος — δικτυοειδής — ποιοτικός — γαιόχωσις — ωροσκόπιο — σταίνω — στούντιο — τροπωτήρ — εξακριβώνω — ατράνταγος — φόρος — οικότροφος — ιστιοδρομώ — δυσχέρεια |
|||