|
το прям., перен. жертва; ~ δολοπλοκίας — жертва интриги; δίνω θύματα — приносить жертвы; γίνομαι ~ — становиться жертвой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жертва? — θύμα как с (ново)греческого переводится слово θύμα? — жертва — δίχρονος — καλογεννημένος — ταξινόμηση — βροχόνερο — θαλασσόβραχος — λιγόφαγος — κατεβαίνω — Βιρμανή — ζητιάνος — ωόσωμα — αναισθησιολόγος — πολιτογραφούμαι — σαγγηνεύω — προσεπικυρώνω — γερόλυκος — χρωματοποξίς — δικαιολογημένα — ψυλλιάζομαι — κυματίζω — δανειοδότης — σπογγαλιέας |
|||