Новогреческий словарь
εδέθην
εδέθην
παθ. αόρ. от δένω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εδέθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εβίβα
—
δέντρο
—
κρεατόμυγα
—
ξελέκιασμα
—
ρίψη
—
εξάσκηση
—
αρτοποιός
—
εξευτελισμένος
—
πελλάγρα
—
σανό
—
πολιτικός
—
γιορτιάτικα
—
αποφυάδα
—
άδηλος
—
ηχογράφία
—
καταποντισμός
—
δωματιάκι
—
ευπειθής
—
σπάτουλα
—
ξερολίθι
—
σεχταριστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве