Новогреческий словарь
μοριακός
μοριακός
молекулярный
;
~ό βάρος — молекулярный вес
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молекулярный
? —
μοριακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μοριακός
? — молекулярный
#
(ново)греческий словарь
—
κάψωμα
—
γαληνά
—
αναισθητοποιούμαι
—
κατερειπώνω
—
αγκίδι
—
πολεμοκάπηλος
—
ειδησεογραφία
—
αδελφοσκοτωμός
—
σκωληκοτροφία
—
γυνοικοπλάνος
—
απειρόκις
—
αποκαθαρτικός
—
σεκλετίζω
—
βαρβαριστί
—
πρωτουργός
—
παλαιοντολογία
—
φωνούλα
—
υπομειδίαμα
—
ερυθροπύρωση
—
γκρί
—
κολοφώνιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве