Новогреческий словарь
οστίτιδα
οστίτιδα
η мед.
остит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остит
? —
οστίτιδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οστίτιδα
? — остит
#
(ново)греческий словарь
—
καταξοδιάζομαι
—
στερνός
—
μυάγρα
—
αλευθέρωτος
—
θαλασσόλυκος
—
γεφυριάτικα
—
αρπάγη
—
απροβόδιστος
—
έποψις
—
ανόρκιστος
—
πασσαλόπηγμα
—
ξεσυνέριση
—
αναβάπτιση
—
κοροϊδεύω
—
κωφάλαλος
—
γελασίναι
—
αδάμαστος
—
αναπαριστάνω
—
ξυλαποθήκη
—
προλογικός
—
ανεμομάζεμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве