|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χιουμοριστής? — — διαβολόπαιδο — χιλιάκριβος — στερεοτυπικός — σκιαζάρα — καπνός — αγριόμουτρο — κοσμοξάκουστος — αχράντως — δράξ — ανδρώνίτης — υγρόπισσα — καστανή — αναχέομαι — μαγνητοηλεκτρισμός — εμπειροπόλεμος — θύλαξ — φλώρος — γιατρός — υπανδρεύομαι — φαρμακοδυναμικά — κυανός |
|||