Новогреческий словарь
διαπύλιον
διαπύλιον
το (обыкн. мн.ч. ) ;
~ τέλος — городская ввозная пошлина
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπύλιον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δερμίτις
—
πλευρικός
—
ετερονομία
—
ξυλόφουρνος
—
ακατάστατος
—
μπρούτζινος
—
μπηχτός
—
ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
—
λησμονητής
—
σιδηροπάσσαλος
—
πευκοβούνι
—
καπνοκαλλιέργεια
—
εκτροχιάζομαι
—
αυτεμβόλιο
—
αρμολόγημα
—
κλομπ
—
ωρολογοθήκη
—
ηλεκτρομηχανικός
—
εκατόχρονα
—
εξαλειπτικός
—
μπαϊλντώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве