|
η мед. гиперметропия, дальнозоркость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гиперметропия? — υπερμετρωπία как на (ново)греческом будет слово дальнозоркость? — υπερμετρωπία как с (ново)греческого переводится слово υπερμετρωπία? — гиперметропия, дальнозоркость — δρύφρακτο — επαλήθευση — διάφορος — κοντάριον — ξεγδέρνω — θεατρομανής — ανδρομίδα — μεταφορικώς — αρωματοποιείο — σκλαβοπάζαρο — κηπουρικά — βρέχομαι — καλλιεργητής — διαφωνία — ιστιόπανον — φρυγανίζω — βεντετισμός — νεοπαγανισμός — ερυθροφοβία — φρενιτικός — ξεχαημένος |
|||