Новогреческий словарь
ταυτοποίηση
ταυτοποίηση
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταυτοποίηση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
επικυρωμένος
—
Καναδός
—
καταναγκαστικός
—
αεροδόκη
—
αδάγκαστος
—
αλανιάρικος
—
στόλαρχος
—
μετρούμαι
—
καυτήρι
—
παρτέντζα
—
ωσμωτικός
—
παραστιά
—
πλώρα
—
εξαρτώμενος
—
αποβάφω
—
φίλημα
—
πήρα
—
αφθονιακός
—
ποτάμι
—
αρτόδενδρον
—
υπερκερατίαση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве